διόθεν — επίρρ. (Α) από τον Δία, σύμφωνα με τη θέληση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + (επιρρ. κατάλ.) θεν] … Dictionary of Greek
διόθεν — sent from Zeus indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διόθεν — Ζεύς dyaús epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θε — (AM θε και θεν) κατάληξη τοπικών επιρρ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση («δώθε», «κείθε», «πάροιθε», «άνωθεν») αρχ. κατάληξη τής γενικής ή αφαιρετικής εν. ουσ. ή επιθ. ή αντωνυμιών που δηλώνει την από τόπου κίνηση, την προέλευση ή την καταγωγή… … Dictionary of Greek
διο- — (Α) α συνθετικό πολλών αρχαίων ελληνικών λέξεων που φανερώνει καταγωγή από τον Δία, συνεπώς τον λαμπρό, τον έξοχο. Πρβλ. αρχ. διόβολος, διογενής, διόγνητος, διόγονος, διόθεν, διόκτυπος, διομηνία, διομήτωρ, διόπαις, διοπόμπησις, διοσημία,… … Dictionary of Greek
ριπή — η / ῥιπή, ΝΜΑ φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» ακαριαία, σε μια στιγμή νεοελλ. 1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση τής σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση τής σκανδάλης («βολή κατά… … Dictionary of Greek