Διόθεν

Διόθεν

Διόθεν, von Zeus her; Homer dreimal: Iliad. 24, 561 Διόϑεν δέ μοι ἄγγελος ἦλϑεν μήτηρ; vs. 194 Διόϑεν μοι Ὀλύμπιος ἄγγελος ἦλϑεν; 15, 489 ἴδον ἀνδρὸς ἀριστῆος Διόϑεν βλαφϑέντα βέλεμνα, von Seiten des Zeus. Vgl. ϑεόϑεν. – Hes., Tragg. u. Sp.; ἐκ Διόϑεν, Hes. O. 763.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διόθεν — επίρρ. (Α) από τον Δία, σύμφωνα με τη θέληση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + (επιρρ. κατάλ.) θεν] …   Dictionary of Greek

  • διόθεν — sent from Zeus indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διόθεν — Ζεύς dyaús epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θε — (AM θε και θεν) κατάληξη τοπικών επιρρ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση («δώθε», «κείθε», «πάροιθε», «άνωθεν») αρχ. κατάληξη τής γενικής ή αφαιρετικής εν. ουσ. ή επιθ. ή αντωνυμιών που δηλώνει την από τόπου κίνηση, την προέλευση ή την καταγωγή… …   Dictionary of Greek

  • διο- — (Α) α συνθετικό πολλών αρχαίων ελληνικών λέξεων που φανερώνει καταγωγή από τον Δία, συνεπώς τον λαμπρό, τον έξοχο. Πρβλ. αρχ. διόβολος, διογενής, διόγνητος, διόγονος, διόθεν, διόκτυπος, διομηνία, διομήτωρ, διόπαις, διοπόμπησις, διοσημία,… …   Dictionary of Greek

  • ριπή — η / ῥιπή, ΝΜΑ φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» ακαριαία, σε μια στιγμή νεοελλ. 1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση τής σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση τής σκανδάλης («βολή κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”