ΔΙΚΩ

ΔΙΚΩ

ΔΙΚΩ, nur aor. ἔδικον, δικεῖν, von den Alten stets = βάλλω erkl., werfen; πέτρῳ Pind. Ol. 11, 72; στεφάνους P. 9, 123; τεῠχος Aesch. Ch. 97; πεδόσε σώματα Eur. Bacch. 601; vgl. Phoen. 643. 672; Aristaen. 2, 1 bildete ein praes. τόξα δίκει. Vgl. δίσκος, δίκτυον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δίκω — δικεῖν throw aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοδικώ — κακοδικῶ (Μ) 1. (για δικαστήριο) εκδίδω άδικη απόφαση 2. βλάπτω, κάνω κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + δικῶ (< δίκης < δίκη), πρβλ. αυτο δικώ, φιλο δικώ] …   Dictionary of Greek

  • δικάω — και δικώ επαρκώ, είμαι αρκετός, φθάνω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δικάω ή δικώ είναι διαλεκτικός και προήλθε από το αρχ. διοικώ, αόρ. διώκησα χωρίς να έχει σχέση με τα δίκη, δικάζω. Το ρ. χρησιμοποιήθηκε ήδη από τον Πρόδρομο: «μη προσδοκάς δε πάλιν,… …   Dictionary of Greek

  • στρεψοδικώ — στρεψοδικῶ, έω, ΝΑ χρησιμοποιώ στρεψοδικίες νεοελλ. διαστρέφω την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. ἔστρεψα τού στρέφω + δικῶ (< δικος < δίκη), πρβλ. φυγο δικώ] …   Dictionary of Greek

  • δακτυλόδικτος — δακτυλόδικτος, ον (Α) φρ. «δακτυλόδικτον μέλος» (Αισχ.) ο ήχος τής σβούρας την οποία έριξε κάποιος με τα δάχτυλα τού χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + *δικτος < δικείν, απαρμφ. του αορ. έδικον τού άχρηστου ενεστ. *δίκω «ρίχνω, χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • ετεροδικία — Όρος της δικονομίας, που περιλαμβάνει όλες εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ελληνικά δικαστήρια, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της αστικής και ποινικής δικαιοδοσίας, ενώ θα έπρεπε να είναι αρμόδια να εκδικάσουν αξιόποινες κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • μοροδικώ — μοροδικῶ, έω (Α) δ. γρφ. τού μοιροδικώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρος + δικῶ (< δικος < δίκη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”