- προικο-φόρος
προικο-φόρος, Aussteuer bringend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προικο-φόρος, Aussteuer bringend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζευγοφορούμαι — ζευγοφοροῡμαι, έομαι (Α) μεταφέρομαι από ζεύγος βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + φορούμαι (< φόρος < φέρω), πρβλ. προικο φορούμαι, τυμπανο φορούμαι] … Dictionary of Greek