ψῡχο-γονικός

ψῡχο-γονικός

ψῡχο-γονικός, ή, όν, zur ψυχογονία gehörig, die Entstehung der Seele betreffend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεογονικός — θεογονικός, ή, όν (Α) αυτός που γέννησε θεό («θεογονικός κόλπος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γονικός (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ζωο γονικός, ψυχο γονικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”