ψώα

ψώα

ψώα, , Fäulniß, Verwesungsgeruch, seltenes poet. Wort in VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψῴα — ψῴᾱ , ψωία quadratarius fem nom/voc/acc dual ψῴᾱ , ψωία quadratarius fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψώα — ἡ, Α 1. σήψη 2. δυσωδία που οφείλεται σε σήψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί με φωνηεντισμό ω από το επιφώνημα ψό*] …   Dictionary of Greek

  • ψώαν — ψώᾱν , ψώα rottenness fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψῶαι — ψώα rottenness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωΐα — ἡ, Α [ψώα] (κατά τον Ησύχ.) «σαπρὰ δυσωδία» …   Dictionary of Greek

  • ψό — ΜΑ επιφώνημα που δήλωνε αηδία, αποστροφή ή αγανάκτηση αρχ. ποιμενικό επίφθεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «ψώρα, ακαθαρσία, αιθάλη» (πρβλ. ψώα, ψόλος,… …   Dictionary of Greek

  • ψώϊζος — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄφοδος ὑγρὰ ἢ ὄνθος, δυσωδία καὶ ἣν καλοῡσι μίνθαν οἱ δὲ αὐχμὸν ἢ μόλυσμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τα ψώα* / ψωΐα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”