- ψαίστωρ
ψαίστωρ, ορος, ὁ, der Abwischende, σπόγγος Phanias 3 (VI, 295).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαίστωρ, ορος, ὁ, der Abwischende, σπόγγος Phanias 3 (VI, 295).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψαίστωρ — ορος, ὁ, Α αντικείμενο για σφούγγισμα, για καθάρισμα («ψαίστωρ σπόγγος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαισ τού αορ. τού ψαίω* + επίθημα τωρ* (πρβλ. γεννή τωρ)] … Dictionary of Greek
ψαίστορα — ψαίστωρ one that wipes off masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαίστορ' — ψαίστορα , ψαίστωρ one that wipes off masc acc sg ψαίστορι , ψαίστωρ one that wipes off masc dat sg ψαίστορε , ψαίστωρ one that wipes off masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαίω — Α τρίβω, κοπανίζω, αλέθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. τ. ψαίω (από όπου τα ψαιστός, ψαίστωρ, ψαῖ[σ]μα) είναι μτγν. δευτερογενής σχηματισμός τού ενεστ. ψήω / ψῆν / ψάω «τρίβω» (πρβλ. κναίω: κνῆν: κνάω). Οι ενεστ. σχηματισμοί με δίφθογγο αι (πρβλ. πταίω,… … Dictionary of Greek