ψεῦδος

ψεῦδος

ψεῦδος, τό (verwandt mit ψύϑος, ψιϑυρός, Ohrenbläserei), Lüge, Unwahrheit, Täuschung, Betrug; Hom. u. Hes. oft; ψεῦδός κεν φαῖμεν Il. 2, 81; εἴτε ψεῠδος ὑπόσχεσις, ἠὲ καὶ οὐκί 349; ψεῦδος δ' οὐκ ἐρέει Od. 3, 20, u. öfter; ψεύδεά τ' ἀρτύναντες 11, 366; ψεύδεα βουλεύσας 14, 296; ψεύδει τέγγειν λόγον Pind. Ol. 4, 19; αἰόλον N. 8, 25; ποικίλα Ol. 1, 29, u. öfter; ψεῦδος λέγειν Soph. El. 1211, u. öfter; τὰ μάντεων ψευδῶν πλέα Eur. Hel. 751; πόλλ' ἂν γένοιτο καὶ διὰ ψευδῶν ἔπη 316; τὸ δὲ ὅλον ψεῦδός ἐστι Plat. Gorg. 519 b; ἐπὶ τὸ ψεῦδος τρεπόμενοι Theaet. 173 a; oft mit ἀπάτη verbunden, z. B. Legg. XI, 916 e. – Als adj., = ψευδής, ist es zweifelhaft; ψεύδεα μαντήϊα Her. 2, 174 im Ggstz von ἀψευδέα ist in ψευδέα zu ändern; u. bei Plat. kann es substantivisch gefaßt werden, im Ggstz von ἀληϑές, Gorg. 505 e Phil. 37 b u. öfter; auch Crat. 385 c ist ὄνομα ψεῦδος καὶ ἀληϑὲς λέγειν die Lesart der mss.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψεῦδος — falsehood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεύδος — το / ψεῡδος, ΝΜΑ 1. καθετί που δεν είναι αληθινό, ψέμα (α. «είναι ψεύδος ότι πρόκειται να παραιτηθεί η κυβέρνηση» β. «ἀπολεῑς πάντας τοὺς λαλοῡντας τὸ ψεῡδος», ΠΔ γ. «μή τε τί μοι ψεύδεσσοι χαρίζεο μήτε τι θέλγε», Ομ. Οδ.) 2. (λογ.) ψευδής… …   Dictionary of Greek

  • ψευδός — ή, ό, Ν αυτός που δεν μπορεί να προφέρει σωστά ορισμένους φθόγγους, ιδίως το ψ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδής, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. (πρβλ. ακριβής > ακριβός). Το επίθ., αρχικά, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που πρόφερε εσφαλμένα, όχι σωστά …   Dictionary of Greek

  • ψευδός — ή, ό αυτός που δεν έχει καλή άρθρωση, ο τραυλός. Επίρρ. ψευδά: Μιλάει ψευδά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψεύδος — το ους, καθετί που δεν είναι αληθινό, το ψευδολόγημα, το ψέμα, η ψευτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πρώτον ψεύδος —         (proton pseudos) (греч.) первичная ложь. Ошибочный начальный тезис. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • ψεύδε' — ψεύδει , ψεύδω cheat by lies pres ind mp 2nd sg ψεύδει , ψεύδω cheat by lies pres ind act 3rd sg ψεύδεο , ψεύδω cheat by lies pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ψεύδεαι , ψεύδω cheat by lies pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ψεύδεο ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νουμάς — Πολιτικό, κοινωνικό και φιλολογικό περιοδικό των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας. Το ίδρυσε ο λογοτέχνης Δημήτριος Π. Ταγκόπουλος τον Ιανουάριο του 1903, με ευρύτερους αρχικά στόχους· στο πρώτο φύλλο, όπου γνωστοποιούσε το πρόγραμμα του Νουμά (που …   Dictionary of Greek

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia

  • Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα …   Deutsch Wikipedia

  • αντίθεση — I Στη φιλοσοφία, ο όρος δηλώνει τη σχέση αντικειμενικών μορφών, εννοιών ή κρίσεων που αντιτάσσονται και προσδιορίζονται ως άρνηση η μία της άλλης. Ως είδη α. εμφανίζονται η αντίφαση και η αντινομία, δεν εξαντλούν όμως το περιεχόμενο του όρου α. O …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”