- ψιάζω
ψιάζω, 1) tröpfeln. – 2) spielen, scherzen, springen, übh. vergnügt sein.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψιάζω, 1) tröpfeln. – 2) spielen, scherzen, springen, übh. vergnügt sein.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψιάζω — (I) και δωρ. τ. ψιάδδω Α παίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το ἑψιῶμαι* «διασκεδάζω», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος, κατά τα ρ. σε άζω]. (II) Α [ψιάς, άδος] (κατά τον Ησύχ.) «ψακάζω» … Dictionary of Greek
ψιάζει — ψιάζω play pres ind mp 2nd sg ψιάζω play pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιαίνω — Α (κατά τον Ησύχ.) «ψίω, ψιάζω». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τού ρ. ψιάζω] … Dictionary of Greek
ψίεις — εσσα, εν, Α (κατά τον Ησύχ.) «μακάριος, εὐδαίμων». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται με το ρ. ψιάζω (Ι) και έχει σχηματιστεί με κατάλ. εις (βλ. λ. οεις)] … Dictionary of Greek
ψιάδδω — Α (δωρ. τ.) βλ. ψιάζω (Ι) … Dictionary of Greek
ἐψιάσθων — ἐψιά̱σθων , ψιάω perf imperat mp 3rd pl (attic doric) ψιάζω play perf imperat mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποψιᾶσαι — ὑπό ψιάω pres ind mp 2nd sg ὑπό ψιάω pres part act fem nom/voc pl (doric) ὑπό ψιάω aor inf act (attic doric) ὑπό ψιάζω play fut part act fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)