- ψιθυρίσδω
ψιθυρίσδω, dor. = ψιϑυρίζω, Bion. 12, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψιθυρίσδω, dor. = ψιϑυρίζω, Bion. 12, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψιθυρίσδω — Α (δωρ. τ.) βλ. ψιθυρίζω … Dictionary of Greek
ψιθυρίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α 1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «τού ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.) 2. ηχώ μονότονα αρχ. 1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω… … Dictionary of Greek