ψευδ-ώμοτος

ψευδ-ώμοτος

ψευδ-ώμοτος, falsch geschworen, ὅρκος Lyc. 932.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευώμοτος — εὐώμοτος, ον (Α) αυτός που τηρεί τους όρκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ωμοτος (< όμνυμι «ορκίζομαι»), πρβλ. αν ώμοτος, ψευδ ώμοτος. Το ω λόγω τής συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ψευδώμοτος — ον, Α (για όρκο) αυτός που δόθηκε ψεύτικα, εν γνώσει τού ορκιζομένου ότι λέει ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ώμοτος (< ὄμνυμι), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συν ώμοτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”