- ψευδο-κλησία
ψευδο-κλησία, ἡ, u. ψευδόκλησις, ἡ, = ψευδοκλητεία; B. A. 317; Harpocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψευδο-κλησία, ἡ, u. ψευδόκλησις, ἡ, = ψευδοκλητεία; B. A. 317; Harpocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυριοκλησίαι — κυριοκλησίαι, αἱ (Μ) οι κύριες κλήσεις, οι κύριες ονομασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + κλησία (< κλητος < καλῶ), πρβλ. ψευδο κλησία] … Dictionary of Greek