- προ-εις-έρχομαι
προ-εις-έρχομαι (s. ἔρχομαι), vorher hineinkommen; προειςεληλυϑώς, Dem. 28, 14; εἰς τὴν πόλιν, Plut. Pelop. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-εις-έρχομαι (s. ἔρχομαι), vorher hineinkommen; προειςεληλυϑώς, Dem. 28, 14; εἰς τὴν πόλιν, Plut. Pelop. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
Accentuation du grec ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français