πρός-γειος

πρός-γειος

πρός-γειος, 1) an der Erde, niedrig, auch der Erdkugel nahe, σελάνα ποτιγειοτάτα ἐστίν, Tim. Locr. 96 d; Zeno bei Diog. L. 7, 145; neben ταπεινός, Luc. Prom. 1. – 2) nahe am Lande, ἐκ τῶν προςγείων εἰς τὸ πέλαγος, Arist. H. A. 8, 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • περίγειος — α, ο / περίγειος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τη Γη, που την περιβάλλει 2. το ουδ. ως ουσ. το περίγειο(ν) αστρον. το πλησιέστερο προς τη Γη σημείο τής τροχιάς ουράνιου σώματος και ιδίως τής Σελήνης μσν. το ουδ. ως ουσ. 1. ολόκληρη η… …   Dictionary of Greek

  • υπέργειος — α, ο / ὑπέργειος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τής γής, πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους («υπέργειος βλαστός») 2. αυτός που βρίσκεται πάνω από τη Γη (α. «τα γήινα και τα υπέργεια» β. «υπέργειος σελήνη») μσν. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • επίγειος — α, ο (AM ἐπίγειος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στη γη, γήινος (σε αντίθεση προς τον ουράνιο) («επίγειος παράδεισος», «οὐράνιον ἄνθρωπον καὶ ἐπίγειον ἄγγελον» [για αγίους]) 2. εγκόσμιος ή κοσμικός (σε αντίθεση προς τον πνευματικό) 3. (για βλαστούς… …   Dictionary of Greek

  • πρόσγειος — ο / πρόσγειος, ον, ΝΑ, θηλ. και εια, Ν, δωρ. τ. ποτίγειος, ον, Α 1. (για τη σελήνη, τους πλανήτες κ.ά. ουράνια αντικείμενα) αυτός που βρίσκεται κοντά στη γη («προσγειότατος ἡμῑν ὁ καρκίνος», Πορφ.) 2. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κοντά στο… …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”