χώρα

χώρα

χώρα, , ion. χώρη, 1) der Raum, der Etwas umfaßt, den Etwas einnimmt, Ort, Platz, Stelle; Hom. χώρης ὀλίγην ἔτι μοῖραν ἔχοντες Il. 16, 68; οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς 23, 522; bes. der angewiesene Platz, oder der Platz, wo sich Einer befindet, ἂψ ἐνὶ χώρῃ ἕζετο, 23, 349 Od. 16, 352; ϑείη ἄλλῃ ἐνὶ χώρῃ, auf eine andere Stelle setzen, 23, 186; εἰς χώραν τινὸς καϑίστασϑαι, an Jemandes Stelle treten, Xen. Cyr. 2, 1,23; χώραν παρέχειν, Raum geben, Arist. H. A. 10, 3; ἐν χώρᾳ, κατὰ χώραν, an Ort und Stelle, ruhig auf seinem Platz, Her. u. Folgde; Ἄρης δ' οὐκ ἔνι χώρᾳ Aesch. Ag. 78; κατὰ χώραν ἔχειν, sich an seinem Platze befinden, sich in Ruhe und Ordnung befinden, Ar. Plut. 367 Ran. 792, wie μένειν κατὰ χώραν, Equ. 1351; Her. 4, 135. 201; Thuc. 4, 75 (χώραν λείπειν, seinen Posten verlassen, 2, 87); Plat. Tim. 83 a u. öfter; Isocr. 4, 176 u. sonst; κατὰ χώραν μένειν ἐᾶν τοὺς νόμους Dem. 24, 5; ἐᾶν κατὰ χώραν, an seinem Platze lassen, nicht beunruhigen, Xen. Hell. 6, 5,6; Sp., wie Pol. oft; χώραν λαβεῖν, Platz fassen, in Ruhe und Ordnung kommen, Xen. Cyr. 4, 5,37. – Uebrtr., die Einem im Leben angewiesene Stelle, Rang, Amt, Ehrenstelle, Pol. οἱ τὰς μεγίστας χώρας ἔχοντες, 1, 43, 1, vgl. 35, 4,4; – ἐν χώρᾳ τινὸς εἶναι, an Jemandes Stelle sein, seinen Rang haben, geachtet sein wie Einer, ἐν ἀνδραπόδων χώρᾳ εἶναι, für einen Knecht gelten, Xen. An. 5, 6,14, wie ἐν μισϑοφόρου χώρᾳ εἶναι, Cyr. 2, 1,18; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 957; ἐν οὐδεμιᾷ χώρᾳ εἶναι, in keinerlei Rang oder Ansehen stehen, für gar Nichts gelten, Xen. An. 5, 7,28; vgl. Theogn. 152 χώ-ρην μηδεμίην τινὸς ϑεῖναι, u. 820 ὀλίγη χώρη τινὸς τελέϑει. – 2) Land, Landstrich, Gebiet, Od. 8, 573 ἅς τινας ἵκεο χώρας ἀνϑρώπων; Tragg., Δαρεῖος ἆρχε χώρας Aesch. Pers. 856, u. sehr oft, wie Soph.; Her. oft, u. Folgde, wie Plat., βασιλεύοντι χώρας Polit. 259 a, sonst oft neben πόλις; ἐπὶ χώρας εἶναι, im Lande, in der Heimath sein, Xen. Cyr. 7, 5,68. – Auch das Land im Ggstz der Stadt, ὁ ἐκ τῆς χώρας σῖτος Xen. Mem. 3, 6,13; χώρας γεωργία Plat. Epin. 975 b; – Landgut, Xen. Cyr. 8, 4,28.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χώρα — χώρᾱ , χώρα space fem nom/voc/acc dual χώρᾱ , χώρα space fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χώρᾳ — χώρᾱͅ , χώρα space fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… …   Dictionary of Greek

  • χώρα — η 1. τμήμα της επιφάνειας της γης, κράτος: Η Γαλλία είναι μια μεγάλη χώρα της Ευρώπης. 2. ως κύρ. όν., Xώρα συνήθ. ο μεγαλύτερος οικισμός νησιού που αποτελεί και την πρωτεύουσά του. 3. ορισμένο μέρος της επιφάνειας του σώματος που αντιστοιχεί σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χώρα — Sp Chorà Ap Χώρα/Chora L PV Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Χώρα Γαϊτσών — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέντρου …   Dictionary of Greek

  • Χώρα Σφακίων — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 80 μ.), στην πρώην επαρχία Σφακίων, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (46 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν ο οικισμός Κομιτάδες (υψόμ. 200 μ.) και η Βριτομάρτις. Η X.Σ. σήμερα είναι μικρό χωριό, άλλοτε όμως… …   Dictionary of Greek

  • Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Χώρα — Sp Megãli Chorà Ap Μεγάλη Χώρα/Megali Chora L V Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Άνω Χώρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ., 404 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Αποδοτίας …   Dictionary of Greek

  • Έξω Χώρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 160 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, στις δυτικές πλαγιές του βουνού Βραχιώνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελατίων του νομού Ζακύνθου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”