χθές

χθές

χθές, advb., wie ἐχϑές (s. Lob. Phryn. 323), gestern; H. h. Merc. 273; Plat. Conv. 174 a u. sonst oft bei den Att.; πρώην τε καὶ χϑές, auch χϑὲς καὶ πρώην, gestern und vorgestern, d. i. jüngst, neulich, überh. eine nahe Vergangenheit dezeichnend, Her. 2, 53; Ar. Ran. 726; Plat. Gorg. 4704 Legg. III, 677 d; Dem. 18, 130 u. sonst; vgl. Wessel. D. Sic. 2, 53; eben so χϑὲς καὶ τρίτην ὴμέραν, Xen. Cyr. 6, 3,11. – Mit dem Artikel, gestrig, κατὰ τὴν χϑὲς ὁμολογίαν ἥκομεν Plat. Soph. i. A.; Tim. 26 e u. Sp. – Die ursprüngliche Form χές (vgl. χϑαμαλός) wird durch das lat. hesi, heri, hesiternus, hesternus beglaubigt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χθες — χθές, ΝΜΑ, και χτες και εχθές και εχτές Ν, και ἐχθές ΜΑ επίρρ. την αμέσως προηγούμενη ημέρα, συνήθως σε αντιδιαστολή προς το σήμερα και το αύριο (α. «τελικά, έφυγε χθες» β. «κατέβην χθὲς εἰς Πειραιᾱ», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. στο κοντινό… …   Dictionary of Greek

  • χθες — και χτες και εχτές και εχθές επίρρ. χρον. 1. την προηγούμενη ημέρα, τη χτεσινή ημέρα: Χτες είχαμε γράμμα από την κόρη μας. 2. στο κοντινό παρελθόν: Χθες ακόμη γύριζε στους δρόμους. 3. φρ., «χτες προχτές», πριν από λίγες ημέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χθές — NT indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вьчера — (86) нар. Вчера, накануне сегодняшнего дня: пригласивъ келарѩ въпрашаше ѥго ѿкѹдѹ си сѹть хлѣби. онъ же ѿвѣщева. ˫ако вьчера принесени сѹть. ЖФП XII, 51г; ре(ч) единъ Деревлѩнинъ. азъ видѣх(ъ) ˫ако вчера спехнуша с мосту. и посла ˫арополк(ъ)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εψές — και ψες επίρρ. 1. χθες βράδυ, χθες αργά 2. (κατ. επέκτ.) χθες («εψές μού απέθανε ο βοσκός», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. οψέ. Το αρκτικό ε τού τ. αναλογικά προς το εχτές] …   Dictionary of Greek

  • οψές — και εψές και ψες επίρρ. χρον. χθες αργά, χθες το βράδυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀψέ, με ληκτικό ς, κατά το χθες (βλ. και λ. εψές)] …   Dictionary of Greek

  • σερός — Α (κατά τον Ησύχ.) «χθές. Ἠλεῑοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για ηλειακό τ. τής καθημερινής γλώσσας αντί τού χθές, που ανάγεται σε αμάρτυρο *χyε ρ ός (πρβλ. αρχ. ινδ. hyah «χθες») με ένθημα ρ και κατάλ. ός, πιθ. κατά το νυκτός] …   Dictionary of Greek

  • χθιζά — Α.επίρρ. χθες. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. χθιζά, χθιζόν, χθιζός έχουν σχηματιστεί από το επίρρ. χθες, εμφανίζουν, όμως, τον δυσερμήνευτο φωνηεντισμό ι (για προσπάθειες ερμηνείας βλ. λ. χθες), ενώ προβλήματα γεννά και ο καθορισμός τών μεταξύ τους σχέσεων,… …   Dictionary of Greek

  • ĝhði̯es (zero-grade ĝhðis?), reduced to ĝhðes, ĝhi̯es, ĝhes —     ĝhði̯es (zero grade ĝhðis?), reduced to ĝhðes, ĝhi̯es, ĝhes     English meaning: yesterday     Deutsche Übersetzung: “gestern”     Material: O.Ind. hyáḥ “ yesterday “ (ghi̯és), hyastana ḥ “gestrig”, Av. zyō, O.Pers. diya(ka), pers.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • εχτές — (Μ ἐχτές) βλ. χθες. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χθες] …   Dictionary of Greek

  • χθεσινός — ή, ό / χθεσινός, ή, όν, ΝΜΑ, και χτεσινός Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη ημέρα, που έγινε ή συνέβη χθες (α. «η χθεσινή γιορτή» β. «τῇ χθεσινῇ τραπέζῃ», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. συνεκδ. πρόσφατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθές + κατάλ. ινός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”