χαίτη

χαίτη

χαίτη, , langes, loses, fliegendes Haar; vom frei herabwallenden Haupthaare des Menschen, πολλὰς ἐκ κεφαλῆς προϑελύμνους ἕλκετο χαίτας Il. 10, 15; χαίτας πεξαμένη 14, 175; ξανϑὴν ἀπεκείρατο χαίτην, τὴν τρέφε τηλεϑόωσαν 23, 141, was Zeichen der Trauer ist, wie τίλλοντο δὲ χαίτας Od. 10, 567; so auch Pind. Gl. 14, 24 I. 6, 39; Ζεὺς κατένευσέν οἱ χαίταις I. 1, 14, u. sonst, wie Tragg., Aesch. Ch. 178, Soph. Ai. 621, Eur.; – von Thieren, bes. Pferden, ἀμφὶ δὲ χαῖται ὤμοις ἀΐσσονται, die Mähnen, Il. 6, 509. 15, 266; im sing. 17, 439. 19, 405; auch Xen. equit. 5, 5. 7; vom Löwen, λέοντος δέρος χαίτῃ πεφρικός Eur. Phoen. 1128, wie Arist. part. anim. 2, 14, der λοφία als eigentlichen Ausdruck für die Mähnen des Rosses bemerkt; χαίτη λασιαύχην Ar. Ran. 821. – Auch das Haar der Bäume, das Laub, Anacr. 17, 13, Theocr. 6, 16. – Vom Helmbusch, Plut. Alex. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαίτη — loose fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαίτῃ — χαίτη loose fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαίτη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χαίτα Α 1. μακριές τρίχες που κρέμονται από τον αυχένα τού αλόγου, τού λιονταριού και άλλων ζώων (α. «άλογο με κουρεμένη χαίτη» β. «ὅσα χαίτην ἔχει, ὥσπερ λέων», Αριστοτ.) 2. μακριά λυμένα μαλλιά που πέφτουν στους ώμους αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • χαίτη — η 1. οι μακρές τρίχες που υπάχουν στον αυχένα ορισμένων ζώων, όπως του λιονταριού, του αλόγου κ.ά. 2. το φύλλωμα των δέντρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαίτηι — χαίτῃ , χαίτη loose fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιτῶν — χαίτη loose fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαῖται — χαίτη loose fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαίταις — χαίτη loose fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαίταισι — χαίτη loose fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαίταισιν — χαίτη loose fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαίτης — χαίτη loose fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”