- χαλκο-πάρειος
χαλκο-πάρειος, ep. χαλκοπάρῃος, dor. χαλκοπάρᾳος, mit ehernen, kupfernen Wangen, Backenstücken; κυνέη Il. 12, 183 u. öfter; κόρυς Od. 24, 523; ἄκων Pind. N. 7, 41 P. 1, 44; Ath. XIV, 636.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκο-πάρειος, ep. χαλκοπάρῃος, dor. χαλκοπάρᾳος, mit ehernen, kupfernen Wangen, Backenstücken; κυνέη Il. 12, 183 u. öfter; κόρυς Od. 24, 523; ἄκων Pind. N. 7, 41 P. 1, 44; Ath. XIV, 636.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχνοπάρειος — ἰσχνοπάρειος, ον (Α) αυτός που έχει ισχνές παρειές, ξερακιανό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + πάρειος (< πα ρειαί «μάγουλα»), πρβλ. λευκο πάρειος, χαλκο πάρειος] … Dictionary of Greek
καλλιπάρειος — α, ο (AM καλλιπάρειος, ον) αυτός που έχει ωραίες παρειές, ωραία μάγουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πάρειος (< παρειά «μάγουλο»), πρβλ. λευκο πάρειος, χαλκο πάρειος] … Dictionary of Greek
μηλοπάρειος — μηλοπάρειος, δωρ. τ. μαλοπάραυος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μάγουλα κόκκινα σαν το μήλο («μαλοπάραυος Ἀγαύη», Θεόκρ.) 2. (κατά τον Ευστάθ.) «ἁπαλοπάρῃος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + πάρειος και πάραυος (< παρειαί και αιολ. τ. παραῦαι «μάγουλα») … Dictionary of Greek