προ-κατα-γιγνώσκω

προ-κατα-γιγνώσκω

προ-κατα-γιγνώσκω (s. γιγνώσκω), vorher verurtheilen od. verdammen, Ar. Vesp. 919; τινός; übh. durch ein vorausgefälltes Urtheil verdammen, vorher seine Meinung zum Nachtheil Jemandes aussprechen, ὑμῶν ἄδικόν τι, Antiph. 5, 4; τινὸς φόνον, ib. 85, wie ἀδικίαν τινός Lys. 19, 10; προκαταγνόντες ἡμῶν τὰς ἀρετὰς ἥσσους εἶναι, Thuc. 3, 53; Dem. 21, 227 u. A., wie Pol. 22, 25, 2; προκαταγνωστέον, Clem. Al.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… …   Dictionary of Greek

  • πρόσαρσις — άρσεως, ἡ, και ιων. τ. γεν. άρσιος, Α [προσαίρω] 1. η λήψη τροφής («περὶ μὲν οὖν ῥυφήματος προσάρσιος οὕτω γιγνώσκω», Ιπποκρ.) 2. (κατά τον Ερωτιαν.) «πρόσαρσις προ(σ)φορά» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”