- προ-κατ-εσθίω
προ-κατ-εσθίω (s. ἐσϑίω), vorher aufessen, fut. προκατεδεῖται Luc. diss. c. Hes. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-κατ-εσθίω (s. ἐσϑίω), vorher aufessen, fut. προκατεδεῖται Luc. diss. c. Hes. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νήστις — (I) νῆστις, ἡ (Α) βλ. νήστιδα. (II) ο, η (Α νῆστις, γεν. ιος και ιδος) (για πρόσ.) αυτός που δεν τρώει, νηστικός αρχ. 1. αυτός που επιφέρει νηστεία («πνοαὶ δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. (με… … Dictionary of Greek