- χαμ-ελαία
χαμ-ελαία, ἡ, der niedrige od. Zwergölbaum, eine immergrüne Strauchart; Nic. Al. 48; Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμ-ελαία, ἡ, der niedrige od. Zwergölbaum, eine immergrüne Strauchart; Nic. Al. 48; Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμελαία — ἡ, ΜΑ είδος ελιάς και, ειδικότερα, είδος αειθαλούς θάμνου με πολύ χαμηλούς κλώνους και φύλλα που μοιάζουν με τα φύλλα τής ελιάς, αλλά είναι πιο λεπτά και πυκνά και έχουν πικρή γεύση αρχ. είδος θάμνου τού οποίου τον καρπό χρησιμοποιούσαν ως ισχυρό … Dictionary of Greek