χείριος

χείριος

χείριος, = ὑποχείριος, unter Händen, in der Gewalt; χειρίαν ἀφείς τινι Soph. Ai. 490; Eur. Andr. 412; χείριον λαβεῖν τινα, Einen in seine Gewalt bekommen, Cycl. 177 Andr. 629; χει ρία ἁλοῦσα Ion 1257.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χείριος — in the hands masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείριος — ία, ον, Α [χείρ, χειρός] υποχείριος, αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου («προλείπω βωμὸν ἥδε χειρία σφάζειν, φονεύειν», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • χειρίων — χείριος in the hands fem gen pl χείριος in the hands masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείριον — χείριος in the hands masc acc sg χείριος in the hands neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειριᾶν — χείριος in the hands masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χείριοι — χείριος in the hands masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποχείριος — α, ο / ὑποχείριος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία Α μτφ. (συν. για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου, που είναι υποταγμένος σε κάποιον (α. «έχει καταντήσει υποχείριό του» β. «ὑποχειρίους ποιεῑσθαι», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω… …   Dictionary of Greek

  • χειρία — χειρίᾱ , χείριος in the hands fem nom/voc/acc dual χειρίᾱ , χείριος in the hands fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • ՁԵՌԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0150 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c ա. χειριός manualis. Որ ինչ ձեռօք լինի. արհեստական. *Ի վերայ ձեռականաց արհեստից. Սահմ. ՟Ժ՟Գ: *Առ ձեռական նիւթոց տրամադրեալք. Անան. եկեղ.: ՁԵՌԱԿԱՆ. ὐποχειριός qui sub manibus est …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • χειρίαν — χειρίᾱν , χείριος in the hands fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”