χειρο-τέχνης

χειρο-τέχνης

χειρο-τέχνης, , Handarbeiter, Handwerker, Künstler; Ar. Plut. 533. 617; Her. 2, 167; Thuc. 6, 72. 7, 27; Plat. Prot. 328 a; τὰ τοῦ κλινουργοῦ ἔργα ἢ ἄλλου τινὸς χειροτέχνου Rep. X, 597 a; Sp., Pol. 10, 17, 6, πολέμου Plut. Lyc. 4 Compar. Lyc. et Num. 2; ἰατορίας, der Chirurg oder Wundarzt, Soph. Tr. 996.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

  • κλυτοτέχνης — κλυτοτέχνης, ο (Α) διάσημος τεχνίτης («τοῖσιν δ Ἥφαιστος κλυτοτέχνης ἦρχ ἀγορεύειν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. γλωσσο τέχνης, χειρο τέχνης] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοτέχνης — κοσμοτέχνης, ὁ θηλ. κοσμοτεχνῆτις, ήτιδος (Α) 1. ο δημιουργός τού κόσμου 2. το θηλ. ως επίθ. αυτή που εφευρίσκει τέχνες για ωφέλεια τού κόσμου («σοφία κοσμοτεχνῆτις», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. κηρο τέχνης,… …   Dictionary of Greek

  • υαλοτέχνης — ο / ὑαλοτέχνης, ΝΜΑ, και ὑελοτέχνης Α αυτός που επεξεργάζεται την ύαλο νεοελλ. τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή γυάλινων και, ειδικότερα, κρυστάλλινων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. κηρο τέχνης, χειρο… …   Dictionary of Greek

  • χαλκεοτέχνης — ὁ, Α χαλκεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. ἰατρο τέχνης, χειρο τέχνης] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοτέχνης — ὁ, Μ χρυσοχόος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. χειρο τέχνης] …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • ιπποτεχνία — η το να ανατρέφει και να εκγυμνάζει κάποιος ίππους, ιπποκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία, χειρο τεχνία] …   Dictionary of Greek

  • κηποτεχνία — Βλ. λ. κήπος. * * * η η τέχνη τού σχεδιασμού κήπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία, χειρο τεχνία] …   Dictionary of Greek

  • συνταγοτεχνία — η, Ν η τέχνη τής σύνταξης φαρμακευτικών συνταγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνταγή + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. χειρο τεχνία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”