- χειρ-αγωγία
χειρ-αγωγία, ἡ, das Führen an der Hand, das Leiten, Suid. erkl. βοήϑεια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρ-αγωγία, ἡ, das Führen an der Hand, das Leiten, Suid. erkl. βοήϑεια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτηναγωγία — κτηναγωγία, ἡ (Α) 1. άδεια χρησιμοποίησης κτηνών τού δημοσίου 2. (κατ άλλους) πιθ. η εξαγωγή κτηνών από μια χώρα σε άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + αγωγία (< ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγία, χειρ αγωγία] … Dictionary of Greek