- χειρ-αγωγός
χειρ-αγωγός, an der Hand führend, anleitend, Plut. adv. Stoic. 10 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρ-αγωγός, an der Hand führend, anleitend, Plut. adv. Stoic. 10 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειραγωγός — ο, ΝΜΑ 1. αυτός που οδηγεί κάποιον κρατώντας τον από το χέρι (α. «χειραγωγός τού τυφλού» β. «ἔπεσεν ἐπ αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς», ΚΔ) 2. αυτός που καθοδηγεί κάποιον, καθοδηγητής («ὁ κοινὸς ἡμῶν ἐπὶ τὴν φωτοδοσίαν… … Dictionary of Greek
κτηναγωγία — κτηναγωγία, ἡ (Α) 1. άδεια χρησιμοποίησης κτηνών τού δημοσίου 2. (κατ άλλους) πιθ. η εξαγωγή κτηνών από μια χώρα σε άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + αγωγία (< ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγία, χειρ αγωγία] … Dictionary of Greek
κυμαγωγώ — κυμαγωγῶ, έω (Μ) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον στα κύματα 2. παθ. κυμαγωγοῡμαι, έομαι οδηγούμαι, φέρομαι από τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + αγωγῶ (< ἀγωγός), πρβλ. παιδ αγωγώ, χειρ αγωγώ] … Dictionary of Greek