χειρ-εργάτης

χειρ-εργάτης

χειρ-εργάτης, Handarbeiter, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακάματος — (I) η, ο (Α ἀκάματος, ον και ος, άτη, ον) 1. ακαταπόνητος, ακούραστος «ακάματος εργάτης τού καλού» 2. ο ακαμάτευτος* (Ι) αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αποκάμει, ακαταπόνητος, ακούραστος «ἀκάματος χείρ», «ἀκάματον σθένος ἀνδρῶν» (Αισχύλ. Πέρσ. 901) 2 …   Dictionary of Greek

  • αυτόχειρας — ο (AM αὐτόχειρ, [ ειρος]) [χειρ] αυτός που αυτοκτονεί, που σκοτώνει τον εαυτό του με τα ίδια του τα χέρια αρχ. 1. αυτός που εκτελεί κάτι με τα ίδια του τα χέρια 2. εργάτης, πρωτεργάτης 3. φονιάς, δολοφόνος 4. ως επίθ. φονικός, που έχει ως… …   Dictionary of Greek

  • χειρεργάτης — ὁ, Μ χειρώνακτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἐργάτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”