- χειρό-δεσμος
χειρό-δεσμος, ὁ, Handfessel, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρό-δεσμος, ὁ, Handfessel, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαιμόδεσμος — ο ναυτ. ναυτικός κόμβος που αποτελείται από δύο επάλληλους δεσμούς και που χρησιμοποιείται για την άρση ή μετακίνηση βαριών αντικειμένων, αλλ. λαιμοδέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δεσμός (πρβλ. αλυσό δεσμος, χειρό δεσμος). Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
λαιμοπέδη — λαιμοπέδη, δωρ. τ. λαιμοπέδα, ἡ (Α) 1. το λουρί που μπαίνει γύρω από τον λαιμό σκύλου, ο κλοιός 2. βρόχος, παγίδα για σύλληψη πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + πέδη / πέδα (δωρ. τ.) «δεσμός», πρβλ. τροχο πέδη, χειρο πέδη] … Dictionary of Greek
νηοπέδη — νηοπέδη, ἡ (Μ) 1. καραβόσχοινο 2. άγκυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη, χειρο πέδη)] … Dictionary of Greek
ποδοπέδη — η, ΝΜ νεοελλ. το ποδόφρενο μσν. πέδη, δεσμά για τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + πέδη «δεσμός» (πρβλ. χειρο πέδη)] … Dictionary of Greek