χερσαῖος

χερσαῖος

χερσαῖος, auch 2 Endgn, aus festem Lande bestehend, auf demselben befindlich; κῦμα χερσαῖον στρατοῦ, d. i. des Landheeres, Aesch. Spt. 64; ὅς σε ναύτην ἔϑηκεν ἀντὶ χερσαίου κακόν Eur. Andr. 458; Her. 4, 192; ὄρνιϑες, Ggstz λιμναῖοι, 7, 119; ζῷα, Ggstz πετεινὰ u. ϑαλάσσια, 2, 123; πεζὸν καὶ χερσαῖον εἶδος Plat. Tim. 40 a; Ggstz ἐπιϑαλαττίδιος. πόλις, mitten im Lande gelegen, Legg. IV, 704 b; ἀκοντισταί Thuc. 7, 67; ἀνήρ Plut. Sol. 27; – ἡ χερσαῖος = χερσόνησος, Lycophr. 534.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χερσαῖος — from masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερσαίος — α, ο / χερσαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ος Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῑα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», Ηρόδ.)… …   Dictionary of Greek

  • χερσαίος — α, ο ηπειρωτικός, στεριανός: Στην Αφρική υπάρχουν σπάνια χερσαία ζώα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χερσαῖον — χερσαῖος from masc acc sg χερσαῖος from neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερσαῖα — χερσαῖος from neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερσαῖαι — χερσαῖος from fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερσαῖοι — χερσαῖος from masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερσαῖ' — χερσαῖα , χερσαῖος from neut nom/voc/acc pl χερσαῖε , χερσαῖος from masc voc sg χερσαῖαι , χερσαῖος from fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηπειρώτης — ὁ, Α αυτός που είναι επίσης χερσαίος, που είναι κι αυτός στεριανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἠπειρώτης «χερσαίος, στεριανός»] …   Dictionary of Greek

  • χερσαία — χερσαί̱ᾱ , χερσαῖος from fem nom/voc/acc dual χερσαί̱ᾱ , χερσαῖος from fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερσαίας — χερσαί̱ᾱς , χερσαῖος from fem acc pl χερσαί̱ᾱς , χερσαῖος from fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”