- προ-γύμνασμα
προ-γύμνασμα, τό, Vorübung; πυῤῥίχη προγύμνασμα οὖσα τοῦ πολέμου, zum Kriege, Ath. XIV, 631 a; bes. bei den Rhett., die es erkl. ἄσκησις μετρίων πρὸς μειζόνων ἐπίῤῥωσιν πραγμάτων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-γύμνασμα, τό, Vorübung; πυῤῥίχη προγύμνασμα οὖσα τοῦ πολέμου, zum Kriege, Ath. XIV, 631 a; bes. bei den Rhett., die es erkl. ἄσκησις μετρίων πρὸς μειζόνων ἐπίῤῥωσιν πραγμάτων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.