χαρά

χαρά

χαρά, , die Freude; Tragg. oft: χαρᾶς ὕπο, aus, vor Freude, Aesch. Ag. 527. 573; χαρᾷ δὲ μὴ 'κπλαγῇς φρένας Ch. 231; Soph. u. Eur.; χαρὰν λέγειν τινί Ar. Plut. 637; u. in Prosa; Plat. vrbdt ἡδονὴ καὶ τέρψις καὶ χαρά, Phil. 19 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαρά — χαρά̱ , χαρά joy fem nom/voc/acc dual χαρά̱ , χαρά joy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρᾷ — χαρά joy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Λάρισας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ 1. συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με γέλιο 2. συναίσθημα ικανοποίησης που οφείλεται στην… …   Dictionary of Greek

  • χαρά — η 1. ευάρεστη συναισθηματική κατάσταση, ενθουσιασμός: Έχει χαρά, γιατί πέτυχε στο πανεπιστήμιο. 2. γάμος: Στη χαρά σου θα σου κάνω ένα καλό δώρο. 3. φρ., «μετά χαράς», πρόθυμα. 4. φρ., «χαρά στο πράμα», κάτι δεν αξίζει τίποτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χάρα, Τακάσι — (1856 – 1921). Ιάπωνας πολιτικός, δημοσιογράφος και διπλωμάτης. Σπούδασε νομικά και αρχικά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Αργότερα ακολούθησε διπλωματική σταδιοδρομία και το 1886 διορίστηκε επιτετραμμένος στο Παρίσι. Το 1892 διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μπερκ, Ρόμπερτ O’ Χάρα — (Robert O’Hara Burke, Σεντ Κλέραμ, Ιρλανδία 1820 – Αυστραλία 1861). Ιρλανδός εξερευνητής της Αυστραλίας. Την περίοδο 1860 61 πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στην Αυστραλία, επιχειρώντας να τη διασχίσει από νότο προς βορρά. Αναχώρησε από τη… …   Dictionary of Greek

  • χαρᾶι — χαρᾷ , χαρά joy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαράν — χαρά̱ν , χαρά joy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαράς — χαρά̱ς , χαρά joy fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραῖς — χαρά joy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαραί — χαρά joy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”