χύτρινος [2]

χύτρινος [2]

χύτρινος, , ion. κύϑρινος, ein tiefes Loch in einem Flusse, Teiche, Sumpfe, eine Untiefe, ein Kolk, Sp., wie Arrian. peripl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χύτρινος — of earthenware masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύτρινος — και ιων. τ. κύθρινος, ίνη, ον, Α 1. πήλινος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χύτρινος η χύτρα 3. φρ. «χύτρινοι ἀγῶνες» οι αγώνες τών χύτρων, την τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • χυτρίνος — και κυθρῑνος, ὁ, ΜΑ μσν. κοιλότητα σε περιστερώνα, φωλιά ζευγαριού περιστεριών αρχ. 1. βαθύ κοίλωμα σε κοίτη ποταμού ή σε βυθό έλους 2. βαθιά οπή στο έδαφος από την οποία αναβλύζει νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρος / κύθρος + επίθημα ῖνος (πρβλ. ἐλεγξ… …   Dictionary of Greek

  • χυτρίνους — χύτρινος of earthenware masc acc pl χυτρί̱νους , χυτρῖνος deep hole masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύτρινον — χύτρινος of earthenware masc acc sg χύτρινος of earthenware neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτρῖνοι — χυτρῖνος deep hole masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτρῖνον — χυτρῖνος deep hole masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύτρινοι — χύτρινος of earthenware masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γελασίνος — ο (θηλ. νη, η) (AM) 1. αυτός που γελάει διαρκώς, ο γελαστός 2. πληθ. οἱ γελασῑνοι (ὀδόντες) τα δόντια που φαίνονται όταν γελάμε, οι κοπτήρες 3. (θηλ. πληθ.) α) αἱ γελασῑναι τα λακκάκια που σχηματίζονται στα μάγουλα αυτών που γελάνε β) τα λακκάκια …   Dictionary of Greek

  • χυτρικός — ή, όν, Α [χύτρα] χύτρινος*, πήλινος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”