- χωλότης
χωλότης, ητος, ἡ, der Zustand des Gelähmten, die Lähmung, das Hinken, Plut. Poplic. 16; vom Versmaaß Ath. 632 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωλότης, ητος, ἡ, der Zustand des Gelähmten, die Lähmung, das Hinken, Plut. Poplic. 16; vom Versmaaß Ath. 632 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χωλότης — lameness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλότησιν — χωλότης lameness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλότητα — χωλότης lameness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλότητες — χωλότης lameness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλότητι — χωλότης lameness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλότητος — χωλότης lameness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλότητα — η / χωλότης, ητος, ΝΜΑ [χωλός] η κατάσταση τού χωλού νεοελλ. 1. ιατρ. διαταραχή τής φυσιολογικής βάδισης, που χαρακτηρίζεται από δυσμετρία και / ή δυσρυθμία τού βαδίσματος 2. φρ. «διαλείπουσα χωλότητα» ιατρ. διαταραχή τού βαδίσματος λόγω πόνου… … Dictionary of Greek