χωράφιον

χωράφιον

χωράφιον, τό, dim. von χώρα, Ackerland, Landgut, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χωράφιον — χωρά̱φιον , χωράφιον small farm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωράφιον — τὸ, ΜΑ βλ. χωράφι …   Dictionary of Greek

  • χωράφι — το / χωράφιον, ΝΜΑ καλλιεργήσιμη γη μικρής έκτασης νεοελλ. 1. αγρός σπαρμένος με σιτάρι, σιταγρός 2. μτφ. (διαλ.) γυναίκα που κάνει πολλά παιδιά 3. στον πληθ. (τα) χωράφια (διαλ. τ.) περιουσία («παντρεύτηκε μια με πολλά χωράφια») 4. παροιμ.… …   Dictionary of Greek

  • χωραφιαίος — αία, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χωράφι («χωραφιαῑος ἀγρός», Ηρωδιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χωράφιον + κατάλ. (ι)αῖος (πρβλ. ἐδαφ (ι)αῖος)] …   Dictionary of Greek

  • χωραφίου — χωρᾱφίου , χωράφιον small farm neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωραφίων — χωρᾱφίων , χωράφιον small farm neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωραφίῳ — χωρᾱφίῳ , χωράφιον small farm neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωράφια — χωρά̱φια , χωράφιον small farm neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”