- χρῡσο-έθειρος
χρῡσο-έθειρος, mit goldenem Haupthaare, mit Goldstaub in den Haaren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσο-έθειρος, mit goldenem Haupthaare, mit Goldstaub in den Haaren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθοέθειρος — ὀρθοέθειρος, ον (Α) ορθόθριξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + έθειρος (< ἔθειρα «κόμη»), πρβλ. καλλι έθειρος, χρυσο έθειρος] … Dictionary of Greek
οξυέθειρ — ὀξυέθειρ ὁ, ἡ, και ὀξυέθειρος, ον (Α) ως επίθ. 1. (για τον εχίνο) αυτός που έχει οξείες, αιχμηρές τρίχες, αγκάθια 2. (και κατ επέκτ. για αγκάθια) αιχμηρός, μυτερός («ὀξυέθειρας ἀκάνθας», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + έθειρος (< ἔθειραι… … Dictionary of Greek
ουλοέθειρος — οὐλοέθειρος, ον (Μ) ουλόθριξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «κατσαρός» + έθειρος (< ἔθειραι «χαίτη»), πρβλ. χρυσο έθειρος] … Dictionary of Greek
πυκνοέθειρος — ον, Μ πυκνόθριξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + έθειρος (< ἔθειραι «μαλλιά, χαίτη»), πρβλ. χρυσο έθειρος] … Dictionary of Greek