- χρῡσο-λάχανον
χρῡσο-λάχανον, τό, Goldkraut, Plin. H. N. 27, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσο-λάχανον, τό, Goldkraut, Plin. H. N. 27, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek