χρῡσο-χίτων

χρῡσο-χίτων

χρῡσο-χίτων, ωνος, mit, in goldenem Kleide, goldener Schaale, Rinde; Θήβα Pind. frg. 207; ἐλάη Philp. Thess. 20 (VI, 102).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλκοχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φορεί χάλκινη στολή («Τρώων... χαλκοχιτώνων», Ομ. Ιλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο χίτων, χρυσο χίτων] …   Dictionary of Greek

  • μονοχίτων — μονοχίτων, ό, ἡ (ΑΜ) αυτός που φορά μόνο τον χιτώνα («ὁ δ ἐφιάλτης... καθίζει μονοχίτων ἐπὶ τὸν βωμόν», Αριστοτ.) (μνσ.) φρ. «μονοχίτων βίος» ο βίος τον οποίο διάγει κάποιος φορώντας συνεχώς έναν χιτώνα αρχ. (για φλέβα) αυτός που έχει ένα μόνο… …   Dictionary of Greek

  • ρυσοχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α (για φυτό) αυτός που έχει ζαρωμένο, ρυτιδωμένο φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + χίτων (< χιτών, ῶνος), πρβλ. χρυσο χίτων] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ 1. αυτός που φορεί χρυσό χιτώνα («Λυδοὶ χρυσοχίτωνες», Πίνδ.) 2. μτφ. αυτός που έχει επιφάνεια η οποία χρυσίζει (α. «πέρκην... χρυσοχίτων ἐλάην», Φίλιππ. Θεσσ. β. «χρυσοχίτων αἴθουσα», Παύλ. Σιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χίτων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”