χρῡσο-χαίτης

χρῡσο-χαίτης

χρῡσο-χαίτης, , mit goldenem Haupthaare; Beiwort des Apollo, Pind. Ol. 14, 10; Ἔρως, Anacr. 41, 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υγροχαίτης — ὁ, Μ αυτός που έχει υγρή χαίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κυανο χαίτης, χρυσο χαίτης] …   Dictionary of Greek

  • λυσιχαίτης — λυσιχαίτης, ὁ (Μ) λυσίθριξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + χαίτης(< χαίτη), πρβλ. κυανοχαίτης, χρυσο χαίτης] …   Dictionary of Greek

  • μελαγχαίτης — μελαγχαίτης, δωρ. τ. μελαγχαίτας, ὁ (Α) (για τους Κενταύρους και για τον Άδη) μαύρος, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χαίτη (πρβλ. πυρο χαίτης, χρυσο χαίτης)] …   Dictionary of Greek

  • μελανοχαίτης — μελανοχαίτης, ὁ (Μ) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χαίτη (πρβλ. μακρυ χαίτης, χρυσο χαίτης)] …   Dictionary of Greek

  • φυκιοχαίτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «φυκιοχαίτην ψαφαροχαίτην». [ΕΤΥΜΟΛ. < φυκίον / φύκιον, υποκορ. τού φῦκος + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. χρυσο χαίτης] …   Dictionary of Greek

  • κυανοχαίτης — κυανοχαίτης, ου, επικ. τ. και κυανοχαῑτα (Α) 1. (συν. ως επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο κυανοχαίτης τεῑχος ἐς ἀμφίχυτον Ἡρακλῆος θείοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για ίππο) αυτός που έχει μαύρη χαίτη 3. ως κύριο όν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”