χρῡσο-φάλαρος

χρῡσο-φάλαρος

χρῡσο-φάλαρος, mit goldenem Schmuck, Geschirr, ἱππεῖς Pol. 31, 3,6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλκοφάλαρος — ον, Α διακοσμημένος με χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + φάλαρος (< φάλαρα «κοσμήματα τής περικεφαλαίας»), πρβλ. ἀργυρο φάλαρος, χρυσο φάλαρος] …   Dictionary of Greek

  • ολοφάλαρος — ὁλοφάλαρος, ον (Μ) (για ίππο) στολισμένος με φάλαρα, δηλ. με κοσμήματα ή κρίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φάλαρα «κοσμήματα, κρίκοι» (πρβλ. χρυσο φάλαρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”