χρῡσο-φεγγής

χρῡσο-φεγγής

χρῡσο-φεγγής, ές, goldglänzend, mit goldenem Glanz, Licht, σέλας Aesch. Ag. 279.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εριφεγγής — ἐριφεγγής, ές (Α) αυτός που εκπέμπει μεγάλη λάμψη, πολύ λαμπρός, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + φεγγής (< φέγγος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. καλλι φεγγής, χρυσο φεγγής)] …   Dictionary of Greek

  • ηεροφεγγής — ἠεροφεγγής, ές (Α) ήεροφαής*, αυτός που λάμπει στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. μαρμαρο φεγγής, χρυσο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • θεοφεγγής — θεοφεγγής, ές (AM) αυτός που έχει θεία λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ηλιο φεγγής, χρυσο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • ιδιοφεγγής — ἰδιοφεγγής, ές (Α) (για τη σελήνη) αυτός που έχει δικό του φέγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + φεγγης (< φέγγος, το «φως»), πρβλ. ηλιο φεγγής, χρυσο φεγγής]· …   Dictionary of Greek

  • νεοφεγγής — νεοφεγγής, ές (Α) αυτός που άρχισε να φέγγει πρόσφατα ή αυτός που φέγγει με νέα λάμψη (α. «νεοφεγγὴς μήνη» β. «νεοφεγγὴς αἴγλη», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. πολυ φεγγής, χρυσο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • υστεροφεγγής — ές, Α αυτός που φέγγει μετά από κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. πρωτο φεγγής, χρυσο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • χιονοφεγγής — ές, ΜΑ αυτός που λάμπει σαν χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. μαρμαρο φεγγής, χρυσο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • ευφεγγής — εὐφεγγής, ές (Α) 1. αυτός που φέγγει καλά, ο λαμπρός, ο φωτεινός («ἡμέρα... εὐφεγγὴς ἰδεῑν», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐφεγγές η ευφέγγεια* 3. φρ. «εὐφεγγέας ποιῶ» (για τοίχο) ασπρίζω («δύο τοίχους εὐφεγγέας ποιεῑν», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • νυκτεροφεγγής — νυκτεροφεγγής, ές (Α) αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια τής νύχτας («νυκτεροφεγγὴς μήνη», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. χρυσο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • πολυφεγγής — ές, Α εξαιρετικά λαμπρός, πολύ φωτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. χρυσο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοφεγγής — ές, Α αυτός που εμφανίζεται κατά το πρώτο φέγγος τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. χρυσο φεγγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”