χρῡσο-φόρος

χρῡσο-φόρος

χρῡσο-φόρος, 1) Gold, goldene Kleider, goldenen Schmuck tragend; Eur. Hec. 150; Her. 4, 104; παρϑένοι Ath. XIII, 564 b; σπατάλη Περσῶν Rufin. 37 (V, 27). – 2) Gold bringend, hervorbringend, Goldsand mit sich führend, von Flüssen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοφόρος — α, ο / χρυσοφόρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που φορεί χρυσά, χρυσοποίκιλτα ενδύματα («Ἑλλήνων προμαχοῡντες Ἀθηναῑοι Μαραθῶνι χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν», Σιμων.) 2. αυτός που παράγει ή που περιέχει χρυσό (α. «χρυσοφόρα κοιτάσματα» β. «ὁ γράψας… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… …   Dictionary of Greek

  • έκτη — η (Α ἕκτη) νεοελλ. μουσ. α) το μεταξύ έξι φθόγγων τής μουσικής κλίμακας διάστημα, π.χ. ντο λα, ρε σι κ.λπ. β) έκτης συγχορδία η πρώτη αναστροφή τρίφωνης συγχορδίας αρχ. (το θηλ. τού έκτος ως ουσ.) 1. χρυσό ή αργυρό νόμισμα ίσο με το έκτο τού… …   Dictionary of Greek

  • μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… …   Dictionary of Greek

  • τάλαντο — Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο… …   Dictionary of Greek

  • χρυσάργυρος — η, ο / χρυσάργυρος, ον, ΝΜΑ, αρσ. και χρυσοάργυρος Μ διακοσμημένος με χρυσό και άργυρο μσν. (το αρσ. στον τ. χρυσοάργυρος) (με περιλπτ. σημ.) χρυσά και αργυρά σκεύη μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρυσάργυρον α) επιχρυσωμένος άργυρος β) (στο Βυζ.)… …   Dictionary of Greek

  • χρυσεμπαστοφόρια — τά, Α αντικείμενα με ανάγλυφη διακόσμηση από χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσέμπαστος + φόρια, πληθ. ουδ. τού φόριος (< φόρος*), πρβλ. θεσμο φόρια] …   Dictionary of Greek

  • χρυσιοφόρος — ον, Μ χρυσοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίον «χρυσό νόμισμα» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοτέλεια — ἡ, Μ [χρυσοτελής] φόρος καταβαλλόμενος σε χρυσό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”