χρῡσο-τέκτων

χρῡσο-τέκτων

χρῡσο-τέκτων, ονος, ὁ, Goldarbeiter; Philp. Thess. 16 (VI, 92); Luc. Lex. 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαοτέκτων — λαοτέκτων, ονος, ὁ (Α) κτίστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + τέκτων «κατασκευαστής» (πρβλ. δομο τέκτων, χρυσο τέκτων)] …   Dictionary of Greek

  • σιδηροτέκτων — ονος, ὁ, Α αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο, σιδηρουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τέκτων «οικοδόμος» (πρβλ. χρυσο τέκτων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”