- χρῡσο-πήληξ
χρῡσο-πήληξ, ηκος, mit goldenem Helme; Aesch. Spt. 102; χρυσοπήληκα στάχυν Σπαρτῶν Eur. Phoen. 946.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσο-πήληξ, ηκος, mit goldenem Helme; Aesch. Spt. 102; χρυσοπήληκα στάχυν Σπαρτῶν Eur. Phoen. 946.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περισσόλοφος — ον, Α αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο λοφίο περικεφαλαίας («περισσόλοφος πήληξ», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + λόφος (πρβλ. χρυσό λοφος)] … Dictionary of Greek