- χρῡσο-ποίκιλτος
χρῡσο-ποίκιλτος, = Vorigem, φοινικίς D. Sic. 17, 26, u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσο-ποίκιλτος, = Vorigem, φοινικίς D. Sic. 17, 26, u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοποίκιλτος — θεοποίκιλτος, ον (AM) ο στολισμένος με θεϊκή τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ποίκιλτος (< ποικίλλω), πρβλ. πολυ ποίκιλτος, χρυσο ποίκιλτος] … Dictionary of Greek
πολυποίκιλτος — η, ο / πολυποίκιλτος, ον ΝΜ αυτός που έχει πολλά ποικίλματα, πλούσια διακόσμηση, πολύ στολισμένος μσν. αυτός που έχει πολλά χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ποικιλτός (< ποικίλλω), πρβλ. χρυσο ποίκιλτος] … Dictionary of Greek
χρυσοποίκιλτος — η, ο / χρυσοποίκιλτος, ον, ΝΜΑ διακοσμημένος με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ποικιλτός (< ποικίλλω), πρβλ. νεο ποίκιλτος] … Dictionary of Greek