χρῡσεό-μαλλος

χρῡσεό-μαλλος

χρῡσεό-μαλλος, = χρυσόμαλλος; ποίμνα Eur. El. 725; Orph. Arg. 1016.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρυσόμαλλος — η, ο / χρυσόμαλλος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει χρυσό μαλλί, χρυσό τρίχωμα (α. «το χρυσόμαλλο δέρας» β. «τὸ χρυσόμαλλον ἀρνός», Ευρ.) αρχ. φρ. «πρόβατον χρυσόμαλλον» μτφ. άνθρωπος πλούσιος αλλά ανόητος (Διογ. Λαέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”