- χρῡσ-αυγής
χρῡσ-αυγής, ές, mit goldenem Glanze, goldglänzend; κρόκος Soph. O. C. 685; δόμος Ar. Av. 1708; sp. D., νηός Agath. 60 (IX, 154).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσ-αυγής, ές, mit goldenem Glanze, goldglänzend; κρόκος Soph. O. C. 685; δόμος Ar. Av. 1708; sp. D., νηός Agath. 60 (IX, 154).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυαναυγής — κυαναυγής, ές, θηλ. και κυαναγέτις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει βαθύχρωμη λάμψη (α. «νεκύων ἐς αὐλὰν ὑπ ὀφρύσι κυαναυγέσι βλέπων πτερωτὸς Ἅιδας», Ευρ. β. «πηγάων κυαναυγέων ἐν δίνησιν», Ορφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυαναυγές το βαθύ χρώμα τού… … Dictionary of Greek
νυκταυγής — νυκταυγής, ές (Α) αυτός που φέγγει κατά τη νύκτα, λαμπερός κατά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσ αυγής] … Dictionary of Greek
νυχαυγής — νυχαυγής, ές (Α) αυτός που λάμπει κατά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυχ τού νύξ, νυκτός με δασύ σύμφωνο (βλ. λ. νύχτα) + αυγής (< αυγή), πρβλ. χρυσ αυγής] … Dictionary of Greek
πορφυραυγής — ές, Μ αυτός που έχει λαμπερό πορφυρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσ αυγής] … Dictionary of Greek
πυρραυγής — ές, Μ ο πυραυγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + αυγής (< αὐγή, ἡ ή *αὖγος, τὸ), πρβλ. χρυσ αυγής] … Dictionary of Greek
πυρσαυγής — ές, Α αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) «δάδα, φωτιά» + αυγής (< αὐγή, ἡ ή *αὖγος, τὸ), πρβλ. χρυσ αυγής] … Dictionary of Greek
ψεφαυγής — ές, Α σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσ αυγής] … Dictionary of Greek
χρυσαυγής — ές, ΝΜΑ, και χρυσοαυγής Μ αυτός που εκπέμπει χρυσή λάμψη αρχ. 1. μτφ. (για ηθική αίγλη) λαμπρός («χρυσαυγὴς φρόνησις», Φίλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) χρυσαυγές φωτεινά, λαμπερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + αυγής (< αὐγή ή *αὖγος, τὸ), πρβλ. λυκ… … Dictionary of Greek