- χρῡσό-γειος
χρῡσό-γειος, und χρῡσό-γεως, ων, mit, von goldenem Erdreich, Golderde habend, Suid. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσό-γειος, und χρῡσό-γεως, ων, mit, von goldenem Erdreich, Golderde habend, Suid. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσόγειος — ον, και χρυσόγεως, ων, Α αυτός τού οποίου το έδαφος περιέχει χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γειος / γεως (< γῆ*), πρβλ. λεπτό γειος / λεπτό γεως] … Dictionary of Greek