χρῡσό-τευκτος

χρῡσό-τευκτος

χρῡσό-τευκτος, von Gold gemacht, bereitet; Aesch. γράμματα, Sept. 642; ἀγάλματα Eur. Phoen. 228.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλκότευκτος — και χαλκεότευκτος, ον, Α κατασκευασμένος από χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τευκτος (< τευκτός < τεύχω), πρβλ. μελισσό τευκτος, χρυσό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • ηλιότευκτος — ἡλιότευκτος, ον (Α) αυτός που παράγεται ή προέρχεται από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεό τευκτος, χρυσό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • ιερότευκτος — ἱερότευκτος, ον (Μ) 1. ο κατασκευασμένος με ιερό τρόπο, ο κατασκευασμένος για ιεροτελεστίες («Ἱερότευκτος οἶκος», Ανδρ. Κρήτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + τευκτος (< τεύχω), πρβλ. μελισσό τευκτος, χρυσό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • λαϊνότευκτος — λαϊνότευκτος, ον (Α) κατασκευασμένος από λίθο ή μάρμαρο, πέτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάινος + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. θεό τευκτος, χρυσό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • μελισσότευκτος — μελισσότευκτος, ον (Α) αυτός που έχει παραχθεί ή κατασκευαστεί από μέλισσες («μελισσότευκτα κηρία», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. ποικιλό τευκτος, χρυσό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • μουσότευκτος — μουσότευκτος, ον (Μ) αυτός που κατασκευάστηκε από τις Μούσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. θεό τευκτος, χρυσό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • νεότευκτος — η, ο (Α νεότευκτος, ον) αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, νεόκτιστος, νεόδμητος, καινουργιοφτειαγμένος (α. «νεότευκτο σπίτι» β. «κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο σμερδαλέον κονάβη σε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τευκτος (< τεύχω… …   Dictionary of Greek

  • πολύτευκτος — ον, Μ αυτός που έχει κατασκευαστεί με πολλή τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. χρυσό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • πρωτότευκτος — ον, Α αυτός που για πρώτη φορά διαμορφώθηκε ή κατασκευάστηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. χρυσό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσότευκτος — ον, ΜΑ, και χρυσεότευκτος Α κατασκευασμένος από χρυσό (α. «χρυσότευκτα ξόανα», Δαμασκ. β. «χρυσότευκτα γράμματα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + τευκτος (< τευκτός < τεύχω «κατασκευάζω, φτειάχνω»), πρβλ. χαλκό τευκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”