χρῡσό-ραπις

χρῡσό-ραπις

χρῡσό-ραπις, , poet. statt χρυσόῤῥαπις, Pind. P. 4, 178, Ἑρμῆς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ραπίς — η / ῥαπίς, ίδος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. βοτ. φοινικοειδές φυτό τής Άπω Ανατολής 2. ανατ. νηματοειδές τμήμα τού πυρήνα τών κυττάρων μσν. αρχ. ράβδος, ραβδί αρχ. 1. είδος υποδήματος, κρηπίς* 2. δωρ. τ. τού ῥαφίς* 3. γογγυλίς, *είδος λάχανου, δανκί. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”