- χρῡσό-πεπλος
χρῡσό-πεπλος, mit goldenem Schleier, Gewande, Μνημοσύνη Pind. I. 5, 72, u. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσό-πεπλος, mit goldenem Schleier, Gewande, Μνημοσύνη Pind. I. 5, 72, u. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ροδόπεπλος — η, ο / ῥοδόπεπλος, ον, ΝΑ αυτός που φέρει ροδόχρωμο πέπλο ή ροδόχρωμο φόρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πέπλος (πρβλ. κυανό πεπλος, χρυσό πεπλος)] … Dictionary of Greek
μονόπεπλος — μονόπεπλος, ον (Α) αυτός που φορά μόνο τον πέπλο ή τον χιτώνα («λέχη δὲ φίλια μονόπεπλος λιποῡσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πέπλος (< πέπλον), πρβλ. χρυσό πεπλος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
χρυσόπεπλος — ον, Α αυτός που φορεί χρυσό πέπλο («χρυσόπεπλε κούρα», Ανακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πέπλος (πρβλ. λινό πεπλος)] … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek