χρῡσωτός

χρῡσωτός

χρῡσωτός, adj. verb. von χρυσόω, vergoldet, Phalaec. bei Ath. 440 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρυσωτός — gilt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσωτός — ή, ό / χρυσωτός, ή, όν, ΝΜΑ [χρυσῶ / ώνω] χρυσωμένος, χρυσοποίκιλτος …   Dictionary of Greek

  • χρυσωτός — ή, ό επιχρυσωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσωτόν — χρυσωτός gilt masc acc sg χρυσωτός gilt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραχρυσωμένος — και παραχρουσωμένος, η, ο επίχρυσος, χρυσωτός, χρυσωμένος («στην κάμερα την πλια όμορφη, την παραχρυσωμένη», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(ά) * + χρυσώνω] …   Dictionary of Greek

  • χρυσωταί — χρυσωτής gilder masc nom/voc pl χρυσωτός gilt fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσωτοῦ — χρυσωτής gilder masc gen sg χρυσωτός gilt masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”