προ-κρίνω

προ-κρίνω

προ-κρίνω, vorher urtheilen, entscheiden; mit folgendem acc. c. inf., Isocr. 4, 4; μάχην διὰ ἱππέων, die Schlacht durch die Reiterei entscheiden, ehe das Fußvolk dazukommt, D. Sic. 17, 19, v. l. προκινεῖν; bes. durch sein Urtheil den Vorzug geben, vorziehen, προκρίνας οἵπερ ἀλκιμώτατοι, Eur. Phoen. 750; πάντων προκρίνας σωφρονέστατον βροτῶν, Hel. 47; τὰ προκεκριμένα, Her. 1, 56, τοῠτο προκέκριται κάλλιστον εἶναι, Xen. Cyr. 2, 3, 8; προκρίνομαι εἶναι βέλτιστος, Apol. 21; οὓς αὐτοὶ ἑαυτῶν ἔν τε ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις τιμαῖς προκρίνουσιν, Plat. Apol. 35 b; auswählen, ἐκ τῶν εἴκοσιν ἐτῶν οἱ προκριϑέντες, Rep. VII, 537 b, u. öfter; auch im med., τούτους ἐκ τῶν προκρίτων προκρινάμενον, ib. d, u. so pass. erwählt werden wozu, zu einem Ehrenamte, Xen. An. 6, 1, 17 Hell. 6, 5, 34 Thuc. 4, 60 Dem. u. Folgde; ἐκ πάντων, Pol. 1, 80. 12, u. sonst, wie Plut. u. Luc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • προεισκρίνουσι — προεισκρί̱νουσι , πρό , εἰσ κρίνω separate aor subj act 3rd pl (epic) προεισκρί̱νουσι , πρό , εἰσ κρίνω separate pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προεισκρί̱νουσι , πρό , εἰσ κρίνω separate pres ind act 3rd pl (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προευκρινώ — έω, Α 1. συλλέγω εκ τών προτέρων με προσοχή 2. κρίνω με προσοχή 3. παθ. προευκρινοῡμαι ξεκαθαρίζομαι, καθίσταμαι πρώτα σαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐκρινῶ «εξετάζω, διαλέγω, κρίνω»] …   Dictionary of Greek

  • προλαμβάνω — ΝΜΑ, και προλαβαίνω Ν 1. λαμβάνω κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο, λαμβάνω πρώτος (α. «προλαμβάνω τον μισθό μου» β. «προλαμβάνειν γάλα μετὰ μέλιτος», επιγρ.) 2. (η μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) προλαβών, ούσα, όν ο προηγούμενος νεοελλ. 1. φθάνω… …   Dictionary of Greek

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • προίκα — η / προίξ, ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α η κινητή ή ακίνητη περιουσία που δινόταν κατά τον γάμο από την οικογένεια τής νύφης στον γαμπρό, θεσμός που σήμερα έχει καταργηθεί από τον νόμο αρχ. 1. δώρο, χάρισμα 2. (η αιτ. ως επίρρ.) προῑκα α) δωρεάν, ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”